πολυπράγμονες

πολυπράγμονες
πολυπράγμων
busy about many things
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιουργοί — οἱ Α οι πολυπράγμονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ουργός (< ἔργον)] …   Dictionary of Greek

  • Γουέιτς, Τομ — (Tom Waits, Καλιφόρνια 1949 –). Αμερικανός συνθέτης, τραγουδιστής και ηθοποιός. Ο Γ. είναι από τους πιο πολυπράγμονες σύγχρονους Αμερικανούς καλλιτέχνες, με εξαιρετική ζωτικότητα και ποικιλία ενδιαφερόντων. Παρουσιάστηκε στον χώρο της… …   Dictionary of Greek

  • Λεονάρντο ντα Βίντσι — (Leonardo da Vinci, Βίντσι Φλωρεντίας 1452 – Πύργος του Κλου, Αμπουάζ 1519). Ιταλός ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός, ανατόμος, φυσιολόγος, βοτανολόγος, φυσικός, φιλόσοφος, μουσικός και λογοτέχνης. Νόθος γιος του συμβολαιογράφου Σερ… …   Dictionary of Greek

  • Ραγκαβής — Επώνυμο παλιάς βυζαντινής οικογένειας, από την οποία καταγόταν και ο αυτοκράτορας Μιχαήλ A’ ο Ραγκαβές. Άλλα σημαντικά μέλη της οικογένειας αυτής ήταν: 1. Αλέξανδρος Ρίζος (Κωνσταντινούπολη 1809 – Αθήνα 1892). Ποιητής, συγγραφέας, πανεπιστημιακός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”